- ἐπεξεργαστικός
- ἐπεξεργαστικόςconclusivemasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επεξεργαστικός — ή, ό (AM ἐπεξεργαστικός, ή, όν) ο ικανός ή κατάλληλος για επεξεργασία μσν. λεπτομερής … Dictionary of Greek
επεξεργαστικός — ή, ό επίρρ. ά ο ικανός για επεξεργασία, που συντελεί σ αυτή, που την υποβοηθεί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐπεξεργαστικώτερον — ἐπεξεργαστικός conclusive adverbial comp ἐπεξεργαστικός conclusive masc acc comp sg ἐπεξεργαστικός conclusive neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπεξεργαστικῶς — ἐπεξεργαστικός conclusive adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπεξεργαστικώτερα — ἐπεξεργαστικός conclusive neut nom/voc/acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)